13/2/09

διάφανα


Ένας απέραντος κόσμος απλώνεται μπροστά της. Λειβάδια σπαρμένα με μπεζ πολυκατοικίες και λευκά σπίτια, που επιτρέπουν λίγο χρώμα στα τζάμια ή στους αυστηρά διακοσμημένους κήπους. Πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι, μεταφέροντας στους ώμους τους ρουτίνα. Τρέχουν μα τα βάζα τους μένουν πάντα άδεια...Αν μπορούσαν μόνο να δουν τη ραγάδα στο πίσω τοίχωμα... Δεν έχουν χρόνο για να σταματήσουν, να σκεφτούν, να ελέγξουν...μονάχα πηγαινοέρχονται, μοιάζοντας περισσότερο στον ίσκιο τους...

Πηγαινοέρχονται και οι σκέψεις μαζί τους άραγε; Ή είναι πάντα ίδιες; Κι αν μοιάζουν κι αυτές σκιές; Φαντάσματα;

Πάντως ...

Οι φωνές ολοένα και ησυχάζουν όσο αλλάζουν θέσεις ο ήλιος με τη σελήνη. Ευτυχώς που παραπατώντας καμιά φορά η τελευταία,κρύβεται μέσα στον κόσμο. Ίσως και να δίνει έναυσμα για κρυφό παιχνίδι ανάμεσα στους δύο...μα ο ήλιος τυφλώνεται από το ίδιο του το φως, για αυτό και χορεύει μηχανικά...αν έβλεπε τις τσαχπινιές της μικρής νυχτερινής πλανεύτρας, δεν θα μαγεύετο έστω για ένα γύρο;

Σε τέτοια παιχνιδίσματα της σελήνης, ξεχνιούνται οι άνθρωποι και θυμούνται να κοιτάξουν προς τον ορίζοντα...

Μα...

Για την ακρίβεια, «σαν τον τόπο σου δεν υπάρχει. Σαν τον τόπο του γείτονα, επίσης. Και ο παραδίπλα, δηλαδή, καλός είναι.»

Μέχρι τον τοίχο, όλα επιτρέπονται, όλα απλώνονται στα πόδια της, περιμένοντας να τα μαζέψει και να τα χαρεί. Μα δεν ξέρει, πώς...

Βλέπει μονάχα τον τοίχο και θέλει να τον ισοπεδώσει. «Ο μικρός μου Δον Κιχώτης», την πειράζει ο μπαμπάς της...και στο χαμόγελό του, στέκεται μια ρυτίδα πίκρας.

Απαγορεύεται να περάσεις τον τοίχο χρησιμοποιώντας την τεχνολογία. Αν το κάνεις, απλά θα δεις την πίσω του μεριά. Όχι όμως τον κόσμο που κρύβεται εκεί.

Απαγορεύεται να περάσεις τον τοίχο αφουγκράζοντας τους καλπασμούς της ψυχής σου γιατί θα κοιμηθεί το μυαλό, ανήμπορο να επιστρέψει ξανά στον κόσμο που ανήκει.

«Μόνο με το σώμα, λοιπόν;»

Δοκίμασε με νύχια να τον ξύσει, μα της μάτωσαν. Πήρε φόρα να πηδήξει από πάνω, μα έσπασε τα μούτρα της. Περπάτησε μερόνυχτα για να φτάσει στην άκρη του, μα δεν την βρήκε. Πρσπάθησε να τον σκαρφαλώσει. Ένα μήνα ανέβαινε και αντί για το κεφάλι του τοίχου,βρήκε το προσκεφάλι των αστεριών...Από την απογοήτευσή της, έπεσε και προσγειώθηκε φαρδιά πλατιά στην οροφή της πιο ψηλής μπεζ πολυκατοικίας.

«Κι αν έβαζε μυαλό, καλά θα ‘ταν! Μα πού; Σκοτώνεται, περνάει μια βδομάδα ήσυχη και μετά πάλι απ΄την αρχή, σα να μη συνέβη τίποτα. Δεν ξέρουμε τί θα κάνουμε με τούτο το παιδί. », παραπονιέται η μητέρα.

Τώρα, είπε να σκάψει τη γη, να περάσει από κάτω.

«Ξεχνάς τους κανονισμούς, Δον Κιχώτη μου! Είναι αδύνατο να μπεις στον παράλληλο κόσμο!»

«Εγώ θα μπω!!»

Αποχαιρέτησε όσους έπρεπε κι άρχισε να σκάβει. Τελευταία προσπάθεια. Τελευταίο ταξίδι. Αν τα καταφέρει, μάλλον δεν θα τους ξαναδεί. Αν πάλι γυρίσει πίσω, άπραχτη, ξανά, δεν θα θέλει να ξαναδεί το ταγκό τους: τη σελήνη να ανατριχιάζει στην αγκαλιά του ήλιου.

«Τρεις μήνες τώρα που έφυγε... Και δεν λέει να ησυχάσει η ψυχή της, Δεν ξέρω τί θα κάνουμε με τούτο δω το παιδί!», συνεχίζει το παράπονο η μάνα.

Πού να ‘ξερε... Πως στο χώμα, βρήκε τις απαντήσεις της. Συνάντησε κι άλλους όμοιούς της, και σκάβουνε παρέα. Κάθε ώρα που περνάει, βλέπει το δέρμα της να δίνεται στις ρίζες των λουλουδιών. Δεν υπάρχει σιωπή εδώ κάτω, όπως έλεγαν. Μονάχα τραγούδια. Χαρούμενα τραγούδια...

Υπέροχη η αλλαγή στα κορμιά τους. Ποιός είπε πως η φύση δεν ξέρει να προικίζει όσους την φέρνουν στα όριά της;

Πλησιάζουνε τώρα, την άλλη μεριά του τοίχου, επιτέλους.

Δεν την νοιάζει που αντί για δέρμα, έχει ντυθεί η ψυχή της με γιασεμιά. Τα μακριά καστανά μαλλιά, αντικαταστήθηκαν από φεγγαραχτίδες. Μονάχα τα μάτια της παραμένουν μαύρα,αν και διάφανα. Σαν δροσοσταλίδες της νύχτας. Μάλλον για να ταιριάξουν με τα μικρά λευκά ανθάκια.

«Τί όμορφο καθρέφτισμα που έχουν τα νερά αυτής της λίμνης.

Τί πολύχρωμος που είναι αυτός ο κόσμος.

Αν ήξεραν και οι άλλοι, θα έτρεχαν παρέα...»

Επιτέλους, σπίτι.

Μα κι αυτό, γυροφέρνεται από ένα τοίχο. Όρια. Σύνορα. Ανεπίτρεπτες περιοχές. Απαγορεύεται η πρόσβαση...τς τς τς...Μα δεν αλλάζουν ποτέ οι αρχές;

«Τί διάφανος που είναι τούτος εδώ ο τοίχος..

Γιατί, αλλάζουν ποτέ οι ψυχές;

4 σχόλια:

  1. Δεν την νοιάζει που αντί για δέρμα, έχει ντυθεί η ψυχή της με γιασεμιά. Τα μακριά καστανά μαλλιά, αντικαταστήθηκαν από φεγγαραχτίδες. Μονάχα τα μάτια της παραμένουν μαύρα,αν και διάφανα. Σαν δροσοσταλίδες της νύχτας. Μάλλον για να ταιριάξουν με τα μικρά λευκά ανθάκια.


    Το λάτρεψα.. Που είσαι εσύ; Μας έλειψες.. Πολύ μας έλειψες. Μη χάνεσαι.
    Μμμμμμμμμμμμμμμμακιαααααααα όπως θα έλεγες κι εσύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. και τα δακρυα ειναι πιο δίαφανα ... κυρίως την αυγή μεσα στο χάραμα...

    Χαίρομαι που βλέπω πως εστω για λίγο επέστρεψες...

    Ελπίζω να βρεις τον δρόμο σου και ν αποδράσεις

    Την αγάπη μου και να περνάς καλα

    Αρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλό μηνα οπου και νάσαι , γεμάτο χρώματα κι ευωδίες της ανοιξης...

    Μας λειπεις

    Αρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σου ευχομαι ολόψυχα Καλο Πασχα
    και η Ανάσταση Του Κυρίου να χαρίσει σε όλους Ανάταση ψυχής , και η αγάπη να κυριαρχεί στην ζωή μας ! !

    Καλα να περνας οτι κι αν κανεις οπου κι αν εισαι.

    Αρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή

κυματοθραύστες